Οι συζητήσεις σε σχέση με τον διαγωνισμό για την απόκτηση της άδειας άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος περιστρέφονται τα τελευταία χρόνια γύρω από τον ενδεικνυόμενο βαθμό δυσκολίας του. Επισημαίνεται, ότι ο αριθμός των εν ενεργεία δικηγόρων είναι δυσανάλογος της ζήτησης νομικών υπηρεσιών στην ελληνική αγορά. Ενόψει του κορεσμού αυτού, ιδίως μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση που περάσαμε, ο διαγωνισμός για την είσοδο στο επάγγελμα δεν νοείται να παραμένει “τυπικός”. Αντίθετα, απαιτείται να τεθούν υψηλά στάνταρντ δυσκολίας, ώστε η άσκηση δικηγορίας να μην είναι δεδομένη για κάθε πτυχιούχο Νομικής.
Ένα ζήτημα που δεν έχει εξεταστεί ποτέ σε σχέση με τον εν λόγω διαγωνισμό, όμως, είναι αυτό της δέουσας εξεταστέας ύλης και τρόπου διεξαγωγής, κι αν συναφείς μεταρρυθμίσεις δύνανται να επενεργήσουν θετικά στην αποσυμφόρηση του δικηγορικού σώματος. Εξετάζονται οι υποψήφιοι αναφορικά με δεξιότητες που θα κληθούν να επιδείξουν ως δικηγόροι; Ποιες είναι οι δεξιότητες αυτές και κατά πόσο καλλιεργούνται στα πλαίσια της δεκαοκτάμηνης πρακτικής άσκησης μέχρι τη συμμετοχή στον διαγωνισμό; Μπορεί η αναμόρφωση των συνθηκών άσκησης και των όρων διεξαγωγής του διαγωνισμού να επηρεάσει τον αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτόν και, αν ναι, πώς;
Είναι γνωστό ότι στο εν λόγω διαγωνισμό εξετάζονται μόνον οι νομικές γνώσεις των υποψηφίων. Αυτοί βασικά καλούνται να επιλύσουν υποθέσεις εργασίας (πρακτικά) με χρήση κώδικα, χωρίς τη δυνατότητα να ανατρέξουν σε συγγράμματα και άλλες πηγές (νομολογία, αρθρογραφία, κλπ.). Κάθε πρακτικό ζήτημα εξετάζει τις γνώσεις του υποψηφίου σε διαφορετικό κλάδο δικαίου. Για κάποιον λόγο, το εμπορικό δίκαιο εξετάζεται χωριστά από αστικο – πολιτική δικονομία που πάνε μαζί. Λόγω της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης, στις τελευταίες εξεταστικές περιόδους οι υποψήφιοι εξετάζονται προφορικά, χωρίς όμως να αλλάζει το σύστημα των εξετάσεων στην ουσία του.
Με το παραπάνω περιεχόμενο, ο διαγωνισμός ομοιάζει με τις εξετάσεις των μαθημάτων στις νομικές σχολές. Κατά κάποιον τρόπο πιστοποιεί, ότι οι επιτυχόντες διαθέτουν τις στοιχειώδεις εκείνες γνώσεις που ευλόγως αναμένονται από έναν πτυχιούχο νομικής. Όχι, όμως, και ότι αυτοί είναι έτοιμοι να εργασθούν ως δικηγόροι. Δεξιότητες που σχετίζονται με τη σύνταξη δικογράφων, την παράσταση στα δικαστήρια και τη διεξαγωγή της δίκης, τη νομική έρευνα και τεκμηρίωση, την επικοινωνία και διαπραγμάτευση, κ.α., παρότι άρρηκτα συνδεδεμένες με την άσκηση δικηγορίας, δεν εξετάζονται.
Τα παραπάνω καλλιεργούν τη νοοτροπία, ότι η περίοδος πρακτικής άσκησης των υποψηφίων δικηγόρων είναι επουσιώδης και δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή συνδυάζεται με μεταπτυχιακές σπουδές ή πάντως γίνεται τυπικά, με την έννοια ότι ο χρόνος της «τρέχει», χωρίς ο ασκούμενος να εμπλέκεται πραγματικά στις εργασίες κάποιου δικηγορικού γραφείου. Εν τέλει, η δικηγορική ιδιότητα απονέμεται και σε πρόσωπα που δεν έχουν αναπτύξει καμία ουσιαστική επαφή με τη δικηγορία, το οποίο συντείνει όχι μόνον στον κορεσμό του επαγγέλματος, αλλά και στην απαξίωσή του.
Θα πρέπει να υπομνησθεί, ότι σήμερα η διετής άσκηση δικηγορίας αποτελεί όρο για τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς εισαγωγής σε άλλα νομικά επαγγέλματα, ήτοι στο κλάδο των δικαστικών λειτουργών και των συμβολαιογράφων. Από αυτή τη σκοπιά, ο τυπικός χαρακτήρας του διαγωνισμού υποψηφίων δικηγόρων επιτρέπει να εδραιωθεί η αντίληψη, ότι οι νομικοί που ενδιαφέρονται να γίνουν δικαστές, εισαγγελείς ή συμβολαιογράφοι, θα πρέπει να υποστούν τη δικηγορική ιδιότητα για ένα ελάχιστο αναγκαίο χρονικό διάστημα, πριν συνεχίσουν σε “ανώτερα” επίπεδα και κλιμάκια.
Ενόψει των παραπάνω, θα ήταν ορθό:
α) Να καθιερωθεί η ουσιαστική άσκηση των υποψηφίων δικηγόρων, που θα περιλαμβάνει υποχρεωτικά περίοδο συνεργασίας με δικηγορικό γραφείο ή νομική υπηρεσία εταιρίας/οργανισμού και περίοδο υποβοήθησης του δικαιοδοτικού έργου δίπλα σε δικαστές. Να κατοχυρωθεί κατώτατη μηνιαία αποζημίωση για τις περιόδους της άσκησης αυτής.
β) Να αποσυνδεθεί η δικηγορική ιδιότητα από τη δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμούς δικαστών και συμβολαιογράφων. Έτσι θα καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι ο πτυχιούχος νομικής δύναται να επιλέξει ισότιμα μεταξύ των επιμέρους κλάδων, οι οποίοι αφορούν σε διαφορετικά επαγγέλματα/λειτουργήματα και όχι σε βαθμίδες μίας και της αυτής σταδιοδρομίας.
γ) Να αναμορφωθούν η ύλη και ο τρόπος εξέτασης στο διαγωνισμό των υποψηφίων δικηγόρων. Η εξέταση δεν επιτρέπεται να περιορίζεται στη θεωρητική κατάρτιση των υποψηφίων, αλλά πρέπει να επεκτείνεται σε όλες εκείνες τις δεξιότητες και πρακτικές γνώσεις που θα συγκροτούν το επαγγελματικό τους προφίλ μετά τη λήψη της άδειας.
Ελένη Τζούλια, Δικηγόρος – Δρ. Νομικής
Υποψήφια Σύμβουλος ΔΣΑ