Ασκούμενοι δικηγόροι χωρίς δικαίωμα αμοιβής!

Σύμφωνα με την από τις 4 Ιουλίου 2006 απόφαση του ΔΣ του ΔΣΑ, «για τους ασκούμενους δικηγόρους που εργάζονται σε δικηγορικά γραφεία, το ποσό αμοιβής δεν μπορεί να είναι κατώτερο των 600 ευρώ».

Μία τέτοια απόφαση δεν μπορεί παρά να έχει ισχύ μόνο στην Αθήνα και να συνεπάγεται μόνο πειθαρχικές συνέπειες για τους δικηγόρους που δεν συμμορφώνονται. Δεδομένου δε ότι ο μέσος ασκούμενος δικηγόρος, φοβούμενος ότι μετά δεν θα μπορεί να γίνει δεκτός για άσκηση σε κανένα δικηγορικό γραφείο, δεν τολμά να υποβάλει έγγραφη αναφορά-καταγγελία προκειμένου να ασκηθεί ο σχετικός πειθαρχικός έλεγχος, η ως άνω απόφαση παρέμεινε κενό γράμμα.

Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 92Α παρ. 1 εδ. β’ του ΝΔ 3026/1954 – Κώδικας περί Δικηγόρων (Α’ 235), όπως αντικαταστάθηκε με το Ν. 4093/2012 – Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 (Α’ 222), «η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων δεν μπορεί να είναι κατώτερη του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου νόμιμου μισθού υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα».

Η διάταξη αυτή ήταν εξαιρετικά επιτυχής:

1) Συσχέτιζε την αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων με τις εκάστοτε επικρατούσες οικονομικές συνθήκες (αυξάνεται η αμοιβή των ιδιωτικών υπαλλήλων, αυξάνεται αυτοδικαίως και η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων), χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο ποσό, το οποίο λ.χ. 5 ή 10 χρόνια αργότερα θα κατέληγε ενδεχομένως να έχει την αξία των «μεταλλικών δραχμών» του ΝΔ 3026/1954, που ίσχυσε μέχρι το Σεπτέμβριο του 2013.

2) Παρείχε αγώγιμη αξίωση στον ασκούμενο δικηγόρο, ο οποίος μπορούσε να την ασκήσει και μετά την ολοκλήρωση της άσκησής του, ώστε να είναι απαλλαγμένος από κάθε φόβο, η δε παρανομία θα μπορούσε να αποδειχθεί απλώς και μόνο με τις υποχρεωτικές ενυπόγραφες βεβαιώσεις του δικηγόρου για την έναρξη και τη διακοπή/ολοκλήρωση της άσκησης του ασκούμενου δικηγόρου σε συνδυασμό με τη μη ύπαρξη αποδείξεων από τις οποίες να προκύπτει ότι καταβλήθηκαν τα αντίστοιχα ποσά.

Ωστόσο, με το άρθρο 13 παρ. 10 του N. 4194/2013 – Κώδικας Δικηγόρων (Α’ 208), ορίστηκε ότι «η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται με διάταξη τυπικού νόμου, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με τις πιο πάνω διατάξεις». [Οι «πιο πάνω διατάξεις» αφορούν αποκλειστικά την άσκηση στο ΝΣΚ, στις νομικές υπηρεσίες της Διοίκησης και στα Δικαστήρια, οπότε η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών ή στους Δικηγορικούς Συλλόγους και την ειδική νομική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οπότε η αμοιβή καθορίζεται από τους οικείους φορείς].

Η ρύθμιση αυτή καταδεικνύει με τον πλέον επαίσχυντο τρόπο πώς μπορεί να μεθοδευτεί η κατάργηση θεμελιωδών δικαιωμάτων προκειμένου να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα:

1) Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα στρεψονομίας, δίνοντας την εντύπωση ότι παραπέμπει στη νομοθετική κατοχύρωση της ελάχιστης αμοιβής των ασκουμένων δικηγόρων με το Ν. 4093/2012, όμως, όπως είδαμε, ο εν λόγω νόμος δεν περιείχε τη σχετική διάταξη αυτοτελώς αλλά ως τροποποίηση του ΝΔ 3026/1954, που έπαψε να ισχύει στο σύνολό του με τη δημοσίευση του N. 4194/2013.

2) Δημιουργεί κενό δικαίου και μάλιστα με τρόπο που προσβάλλει την ίδια τη νομοπαραγωγική διαδικασία και το κύρος της Βουλής των Ελλήνων, αφού είναι εντελώς παράλογο ένα τόσο απλό ζήτημα να μη ρυθμίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο ούτε στον ίδιο το νέο Κώδικα Δικηγόρων ούτε κατ’ εξουσιοδότηση του νομοθέτη από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, αλλά… νόμος να παραπέμπει σε έκδοση (μεταγενέστερου) νόμου… με την πρόθεση βέβαια τέτοιος νόμος να μην εκδοθεί ποτέ!

*Ο Αλέξανδρος Μαντζούτσος είναι Δικηγόρος Αθηνών

 

Πρωτοδημοσιεύθηκε στο Protagon, 17-7-2014, https://www.protagon.gr/anagnwstes/askoumenoi-dikigoroi-xwris-dikaiwma-amoivis-35387000000